Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σόδα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σόδα η [sóδa] Ο25α : 1. κοινή ονομασία του ανθρακικού νατρίου: Έβαλε μια κουταλιά ~ στο φαγητό. || Kαυστική ~, κοινή ονομασία του καυστικού νατρίου. 2. αεριούχο εμφιαλωμένο νερό, που περιέχει ανθρακικό νάτριο: Ουίσκι με ~.

[λόγ. < ιταλ. soda (ορθογρ. δαν.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go