Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σωφρονιστικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σωφρονιστικός -ή -ό [sofronistikós] Ε1 : που έχει σχέση με το σωφρονισμό: Σωφρονιστικό σύστημα, το σύνολο των κανόνων που αφορούν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εκτίουν την ποινή τους οι φυλακισμένοι. Σωφρονιστικό κατάστημα, φυλακή. ~ υπάλληλος, που υπηρετεί σε σωφρονιστικό ίδρυμα. || (ως ουσ.) η σωφρονιστική, κλάδος της εγκληματολογίας που μελετά τα διάφορα σωφρονιστικά συστήματα.

[λόγ. < ελνστ. σωφρονιστικός `που διορθώνει΄, κατά τη σημ. των σωφρονίζω, σωφρονιστής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go