Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σωφρονιστήριο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σωφρονιστήριο το [sofronistírio] Ο40 : ίδρυμα όπου ζουν υπό περιορισμό νεαρά άτομα που έχουν διαπράξει κάποιο ποινικό αδίκημα.

[λόγ. < αρχ. σωφρονιστήριον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες