Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σωματοτροπίνη η [somatotropíni] Ο30 : (βιολ.) αυξητική ορμόνη της υπόφυσης.
[λόγ. < διεθ. somat- < somato- = σωματο- + -tropine < αρχ. τρόπ(ος) (στη σημ.: `στροφή, κατεύθυνση΄) -ine = -ίνη]



