Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σωματαράς
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σωματαράς ο [somatarás] Ο1 : αυτός που έχει πολύ γυμνασμένο και μυώδες σώμα.

[σωματ- (σώμα) -αράς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες