Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σωματάρχης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σωματάρχης ο [somatárxis] Ο10 : (στρατ.) ανώτατος αξιωματικός, με βαθ μό αντιστρατήγου, διοικητής σώματος στρατού.

[λόγ. σωματ- (σώμα)II + -άρχης μτφρδ. γαλλ. chef de corps militaire]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go