Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σωληνώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σωληνώνω [solinóno] -ομαι Ρ1 : τοποθετώ σύστημα σωλήνων.

[λόγ. σωλην- (δες σωλήνας) > -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες