Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σωληνοκάβουρας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σωληνοκάβουρας ο [solinokávuras] Ο5 : (τεχν.) κλειδί με ρυθμιζόμενο άνοιγμα, που χρησιμοποιείται για το βίδωμα ή το ξεβίδωμα σωλήνων ή άλλων κυλινδρικών κομματιών με σπείρωμα.

[σωλήν(ας) -ο- + κάβουρας]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go