Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σωληνοειδής -ής -ές
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σωληνοειδής -ής -ές [solinoiδís] Ε10 : που έχει το σχήμα σωλήνα: ~ κοιλότητα. || (ως ουσ., ηλεκτρολ.) το σωληνοειδές, είδος πηνίου που έχει κυλινδρικό σχήμα.

[λόγ. < αρχ. σωληνοειδής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go