Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σωλήνωση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σωλήνωση η [solínosi] Ο33 : 1.η ενέργεια του σωληνώνω, η τοποθέτηση σωλήνων. 2. (πληθ.) το σύνολο των σωλήνων που συνδέονται μεταξύ τους: Οι σωληνώσεις του νερού / του καλοριφέρ.

[λόγ. σωληνω- (δες σωληνώνω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. tubulure]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go