Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σχόλασμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σχόλασμα το [sxólazma] Ο49 : η αποχώρηση μαθητή από το σχολείο ή εργαζομένου από το χώρο της δουλειάς μετά το τέλος της εργασίας.

[λόγ. επίδρ. στο σκόλασμα < σκολασ- (σκολνώ) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες