Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σχολειαρούδι το [sxolarúδi] & σκολειαρούδι το [skolarúδi] Ο44α : (παρωχ.) μικρός μαθητής, μαθητούδι1.
[σκ-: σκολει(ό) -αρούδι· σχ-: λόγ. επίδρ. κατά την αντιστοιχία σκολειό - σχολείο]



