Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σχολαστικισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σχολαστικισμός ο [sxolastikizmós] Ο17 : 1α.η φιλοσοφία των σχολαστικών. β. (μειωτ.) στενή και λεπτολόγος αλλά χωρίς εμβάθυνση γνώση, όπως διδασκόταν σε παλαιότερες εποχές σε σχολεία και σε πανεπιστήμια. 2. σχολαστικότητα.

[λόγ. σχολαστικ(ός) -ισμός μτφρδ. γαλλ. pédantisme]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες