Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σχολίατρος ο [sxolíatros] Ο19 : γιατρός που είναι υπεύθυνος για την υγεία των μαθητών και γενικά για τη σχολική υγιεινή.
[λόγ. σχολ(είον) + ιατρός κατά το παιδίατρος μτφρδ. γαλλ. médecin scolaire ή γερμ. Schularzt]



