Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σχολάρχης ο [sxolárxis] Ο10 : 1.διευθυντής σχολαρχείου. || παλαιότερη ονομασία διευθυντή σχολής. 2. ιδιοκτήτης ιδιωτικού σχολείου.
[λόγ. < ελνστ. σχολάρχης `ηγέτης φιλοσοφικής θεωρίας΄ κατά τη νέα σημ. της λ. σχολείο]



