Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σχοινοβάτης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σχοινοβάτης ο [sxinovátis] Ο10 θηλ. σχοινοβάτισσα [sxinovátisa] Ο27 : 1. ακροβάτης που εκτελεί ασκήσεις ισορροπίας επάνω σε τεντωμένο σκοι νί. 2. (μτφ.) ακροβάτης2.

[λόγ. < ελνστ. σχοινοβάτης· λόγ. σχοινοβάτ(ης) -ισσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go