Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σχισματικός -ή -ό [sxizmatikós] Ε1 : που έχει αποσπαστεί από μια εκκλησιαστική κοινότητα: Σχισματική εκκλησία. ~ επίσκοπος. || (ως ουσ.) ο σχισματικός, αυτός που προκάλεσε ένα σχίσμα ή αυτός που είναι οπαδός ενός σχίσματος.
[λόγ. < ελνστ. σχισματικός]



