Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σχηματοποιώ [s
imatopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1.παριστάνω, απεικονίζω κτ. σχηματικά με απλές γραμμές. 2. παρουσιάζω, εκθέτω μια κατάσταση με απλουστευτικό τρόπο, τονίζοντας μόνο τα ουσιώδη στοιχεία. || (μειωτ.) υπεραπλουστεύω. [λόγ. < ελνστ. σχηματοποιῶ `δίνω μορφή΄ σημδ. γαλλ. schématiser ('85 αρχ. σχῆμα)]



