Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σχεδιοποιώ [sxeδiopió] -ούμαι Ρ10.9 : (οικον.) οργανώνω την παραγωγι κή δραστηριότητα ενός κράτους, μιας επιχείρησης κτλ.
[λόγ. σχεδιο(ποίησις) -ποιώ (αναδρ. σχημ.)]