Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σχεδιοποιώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σχεδιοποιώ [sxeδiopió] -ούμαι Ρ10.9 : (οικον.) οργανώνω την παραγωγι κή δραστηριότητα ενός κράτους, μιας επιχείρησης κτλ.

[λόγ. σχεδιο(ποίησις) -ποιώ (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες