Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σχεδιάγραμμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σχεδιάγραμμα το [sxeδiáγrama] Ο49 : 1.γραφική παράσταση, υπό κλίμακα, ενός ανοιχτού ή κλειστού χώρου: Tο ~ μιας πόλης / μιας συνοικίας / ενός σπιτιού. 2. καταγραφή των κύριων σημείων ενός κειμένου πριν από την τελική του επεξεργασία: ~ της έκθεσης.

[λόγ. σχέδι(ον) -ο- + διάγραμμα με απλολ. [δioδia > δia] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go