Παράλληλη αναζήτηση
| 6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σφυρό το [sfiró] Ο38 (συνήθ. πληθ.) : (ανατ.) καθένας από τους αστραγάλους και η περιοχή του ποδιού γύρω από αυτούς.
[λόγ. < αρχ. σφυρόν]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σφυροβολία η [sfirovolía] Ο25 : (αθλ.) αγώνισμα κατά το οποίο ο αθλητής ρίχνει τη σφύρα2γ.
[λόγ. σφύρ(α)2γ -ο- + -βολία μτφρδ. αγγλ. hammer throw]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σφυροβόλος ο [sfirovólos] Ο18 : αθλητής της σφυροβολίας.
[λόγ. σφυροβολ(ία) -ος (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σφυροδρέπανο το [sfiroδrépano] Ο41 : σφυρί και δρεπάνι τοποθετημένα χιαστί, σύμβολο των κομμουνιστικών κομμάτων και έμβλημα της Σοβιετικής Ένωσης.
[λόγ. σφυρ(ί) -ο- + δρεπάν(ι) -ο μτφρδ. αγγλ. hammer and sickle (μτφρδ. από τα ρωσ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σφυροκόπημα το [sfirokópima] Ο49 : η ενέργεια του σφυροκοπώ. 1. σφυρηλάτηση. 2. (μτφ.) α. επίθεση με καταιγιστικά πυρά: Οι υπερασπιστές της πόλης δεν άντεξαν στο ~ του εχθρού. β. επίμονη προσπάθεια επηρεασμού ή εξαναγκασμού· βομβαρδισμός: Ο πολίτης μένει ανυπεράσπιστος στο ~ των προεκλογικών συνθημάτων.
[λόγ. σφυροκοπη- (σφυροκοπώ) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σφυροκοπώ [sfirokopó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.11 & -ούμαι Ρ10.9β : 1α.σφυρηλατώ1: Ο σιδεράς πυρώνει το σίδερο και το σφυροκοπάει στο αμόνι. β. για να εκφράσουμε το αίσθημα του δυνατού χτυπήματος ή και του πόνου σε κάποιο σημείο του σώματος: Σφυροκοπάει η καρδιά του. Ο πόνος τού σφυροκοπάει τα μηλίγγια. 2. (μτφ.) α. πλήττω με καταιγιστικά πυρά εχθρικές θέσεις: Tα βομβαρδιστικά σφυροκόπησαν τις συμμαχικές γραμμές. β. προσπαθώ επίμονα, με τον προφορικό ή με το γραπτό λόγο, να επηρεάσω ή να εξαναγκάσω κπ. να κάνει κτ.· βομβαρδίζω3: Οι ανακριτές άρχισαν να τον σφυροκοπούν με ερωτήσεις.
[λόγ. < ελνστ. σφυροκοπῶ `χτυπώ με σφυρί΄ & σημδ. γαλλ. marteler]



