Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σφυροκόπημα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σφυροκόπημα το [sfirokópima] Ο49 : η ενέργεια του σφυροκοπώ. 1. σφυρηλάτηση. 2. (μτφ.) α. επίθεση με καταιγιστικά πυρά: Οι υπερασπιστές της πόλης δεν άντεξαν στο ~ του εχθρού. β. επίμονη προσπάθεια επηρεασμού ή εξαναγκασμού· βομβαρδισμός: Ο πολίτης μένει ανυπεράσπιστος στο ~ των προεκλογικών συνθημάτων.

[λόγ. σφυροκοπη- (σφυροκοπώ) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go