Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σφυροκοπώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σφυροκοπώ [sfirokopó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.11 & -ούμαι Ρ10.9β : 1α.σφυρηλατώ1: Ο σιδεράς πυρώνει το σίδερο και το σφυροκοπάει στο αμόνι. β. για να εκφράσουμε το αίσθημα του δυνατού χτυπήματος ή και του πόνου σε κάποιο σημείο του σώματος: Σφυροκοπάει η καρδιά του. Ο πόνος τού σφυροκοπάει τα μηλίγγια. 2. (μτφ.) α. πλήττω με καταιγιστικά πυρά εχθρικές θέσεις: Tα βομβαρδιστικά σφυροκόπησαν τις συμμαχικές γραμμές. β. προσπαθώ επίμονα, με τον προφορικό ή με το γραπτό λόγο, να επηρεάσω ή να εξαναγκάσω κπ. να κάνει κτ.· βομβαρδίζω3: Οι ανακριτές άρχισαν να τον σφυροκοπούν με ερωτήσεις.

[λόγ. < ελνστ. σφυροκοπῶ `χτυπώ με σφυρί΄ & σημδ. γαλλ. marteler]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες