Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σφυροβόλος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σφυροβόλος ο [sfirovólos] Ο18 : αθλητής της σφυροβολίας.

[λόγ. σφυροβολ(ία) -ος (αναδρ. σχημ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go