Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σφυριά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σφυριά η [sfirjá] Ο24 : χτύπημα με σφυρί: Έδωσε μια ~ και έσπασε την πέτρα. || (μτφ.): Nιώθω σφυριές στο κεφάλι μου, για πολύ δυνατό πονοκέφαλο.

[σφυρ(ί) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες