Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σφυρηλασία η [sfirilasía] Ο25 : σφυρηλάτηση.
[λόγ. < αρχ. σφυρήλα(τος) -σία (σφαλερά: το αρχ. -ηλασία αναφέρεται στο ἐλαύνω: ξενηλασία, ελνστ. ἱππηλασία `οδήγημα αλόγων΄)]



