Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σφυρηλάτηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σφυρηλάτηση η [sfirilátisi] Ο33 : η ενέργεια του σφυρηλατώ. 1. μέθοδος κατεργασίας μετάλλων, κατά την οποία το υλικό, με επανειλημμένες κρούσεις σφύρας ή σφυριού, παίρνει το επιθυμητό σχήμα. 2. (μτφ.) α. δημιουργία σχέσεων ανάμεσα σε πρόσωπα, μέσα από μακροχρόνιες διαδικασίες και σκληρές δοκιμασίες: H ~ δεσμών φιλίας. β. η διαμόρφωση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της προσωπικότητας ενός ατόμου ύστερα από επίπονη διαδικασία άσκησης: H ~ της προσωπικότητας του παιδιού.

[λόγ. < μσν. σφυρηλάτησις < σφυρηλατη- (σφυρηλατώ) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go