Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σφυρήλατος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σφυρήλατος -η -ο [sfirílatos] Ε5 : για μέταλλο που έχει υποστεί κατεργασία με σφυρηλάτηση: ~ σίδηρος / χαλκός. Σφυρήλατες σιδηροκατασκευές, φερφορζέ.

[λόγ. < αρχ. σφυρήλατος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go