Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σφριγηλότητα η [sfrijilótita] Ο28 : η ιδιότητα του σφριγηλού: Aν και ηλικιωμένος, διατηρεί τη ~ της πρώτης νεότητας.
[λόγ. σφριγηλ(ός) -ότης > -ότητα]



