Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σφαιριστήριο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σφαιριστήριο το [sferistírio] Ο42 : 1.αίθουσα ή λέσχη όπου παίζουν μπιλιάρδο. 2. το ειδικό τραπέζι όπου παίζεται το μπιλιάρδο.

[λόγ. < ελνστ. σφαιριστήριον `γήπεδο για μπάλα΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go