Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σφαδασμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σφαδασμός ο [sfaδazmós] Ο17 : σπασμωδικό τίναγμα του σώματος ανθρώπου ή ζώου· σπαρτάρισμα.

[λόγ. < αρχ. σφαδᾳσμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες