Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συχώρεση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συχώρεση η [sixóresi] Ο32 : (λαϊκότρ.) συγχώρηση. α. συγγνώμη. β. άφεση αμαρτιών: Zητάω ~ απ΄ το Θεό.

[μσν. συγχώρε(σις) -ση με αποβ. του [ŋ] πριν από [x] < ελνστ. συγχώρησις κατά το συνοπτ. θ. συγχωρε- του συγχωρώ, αρχ. σημ.: `συμφωνία, συγκατάθεση΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες