Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συχωριανός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συχωριανός ο [sixorjanós] Ο17 θηλ. συχωριανή [sixorjaní] Ο29 & συγχωριανός ο [siŋxorjanós] Ο17 θηλ. συγχωριανή [siŋxorjaní] Ο29 : αυτός που κατάγεται από το ίδιο χωριό ή που ζει στο ίδιο χωριό με κπ. άλλον: Είμαστε συχωριανοί με το Γιάννη. H Mαρία είναι συχωριανή μου.

[συ- (δες συν-) χωρι(ό) -ανός· συχωριαν(ός) -ή· -γχ-: λόγ. επίδρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες