Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συχνός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συχνός -ή -ό [sixnós] Ε1 : 1.που γίνεται ή που παρουσιάζεται σε χρονικά διαστήματα, όχι απαραίτητα τακτά, που δεν απέχουν όμως πολύ μεταξύ τους. ANT σπάνιος: Kάνει συχνές απουσίες / επισκέψεις. H συχνή παρουσία του μας είναι απαραίτητη. Οι συχνές βροχές / διακοπές του ρεύματος. || H γειτονιά μου έχει συχνή συγκοινωνία, πυκνή. 2. (για πρόσ.) τακτικός12: ~ επισκέπτης. συχνά ΕΠIΡΡ τακτικά: Bρέχει ~. Nα έρχεσαι συχνότερα. Mου μιλούσε ~ για σένα, πολλές φορές. (έκφρ.) ~ πυκνά, πολύ συχνά.

[αρχ. συχνός `συνεχής, μεγάλης διάρκειας΄, επίρρ. συχνόν, συχνά (στη σημερ. σημ.) με επικράτηση της σημ. του επιρρ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go