Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συχνοβλέπω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συχνοβλέπω [sixnovlépo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : βλέπω, επισκέπτομαι κπ. συχνά.

[συχν(ά) -ο- + βλέπω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες