Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συστάδα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συστάδα η [sistáδa] Ο26 : πυκνό άθροισμα, κυρίως στις χρήσεις ~ δέντρων, σύνολο από δέντρα που φύονται το ένα κοντά στο άλλο. ~ θάμνων. ~ νησιών, ομάδα γειτονικών νησιών, σύμπλεγμα.

[λόγ. < αρχ. συστάς, αιτ. -άδα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go