Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συρφετός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συρφετός ο [sirfetós] Ο17 : (μειωτ.) για ασύνταχτο πλήθος ανθρώπων που ανήκουν στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα: Ο στρατός των σταυροφόρων δημιουργήθηκε από ένα συρφετό εξαθλιωμένων χωρικών. || (επέκτ.) για οποιαδήποτε συνάθροιση ετερόκλητου πλήθους: Kάθε Kυριακή μαζεύεται ~ στα γήπεδα.

[λόγ. < αρχ. συρφετός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go