Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συρτός -ή -ό
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συρτός ο [sirtós] Ο17 : γενική ονομασία των κυκλικών λαϊκών χορών, που χορεύονται με πλάγια και κάπως συρτά βήματα, σε αντίθεση με τα πηδηχτά βήματα άλλων χορών: Ο καλαματιανός είναι ένας από τους γνωστότερους συρτούς. ~ νησιώτικος. Xορέψαμε ένα συρτό.

[ελνστ. συρτός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συρτός -ή -ό [sirtós] Ε1 : που τον σέρνουν ή που σέρνεται: Tον έφεραν συρτό στο σπίτι. Προχωρούσε με συρτά βήματα. Συρτό σουτ, χωρίς να υψώνεται η μπάλα. Συρτή φωνή, που παρατείνει την άρθρωση των λέξεων. || για κατασκευή, κυρίως για φύλλο κουφώματος, που ανοίγει και κλείνει, όταν το σύρουμε πλάγια και παράλληλα προς μια επιφάνεια, της οποίας αποτελεί κινητό τμήμα· συρόμενος: Συρτή πόρτα. Συρτά παντζούρια. || (ως ουσ.) ο συρτός*. συρτά ΕΠIΡΡ: Θα μετακινήσω ~ το τραπέζι, γιατί δεν μπορώ να το σηκώσω.

[ελνστ. συρτός `που σέρνεται΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go