Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συρματόπλεγμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συρματόπλεγμα το [sirmatópleγma] Ο49 : δικτυωτό πλέγμα από απλό ή αγκαθωτό σύρμα, που χρησιμοποιείται σε περιφράξεις. || (επέκτ.) περίφραξη από συρματόπλεγμα: Tο ~ του στρατοπέδου.

[λόγ. συρματ- (σύρμα) -ο- + πλέγμα μτφρδ. αγγλ. wire-netting ή γερμ. Drahtnetz]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες