Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συρματουργία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συρματουργία η [sirmaturjía] Ο25 : βιομηχανία ή βιοτεχνία που κατασκευάζει σύρματα: Mηχανήματα συρματουργίας.

[λόγ. συρματ- (σύρμα) + -ουργία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες