Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συρματοποιώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συρματοποιώ [sirmatopió] -ούμαι Ρ10.9 : (τεχν.) δίνω σε ένα μέταλλο τη μορφή σύρματος, με τη μέθοδο του εφελκυσμού.

[λόγ. συρματ- (σύρμα) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. tréfiler]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες