Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συριγμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συριγμός ο [siriγmós] Ο17 : (λόγ.) σφύριγμα.

[λόγ. < αρχ. συριγμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες