Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συριακός -ή -ό [siriakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Συρία ή στους Συρίους ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Συριακή κυβέρνηση / πρωτεύουσα / εξωτερική πολιτική.
[λόγ. < ελνστ. Συριακός]