Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνωμοτώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνωμοτώ [sinomotó] Ρ10.9α : 1.οργανώνω συνωμοσία ή μετέχω σε συνωμοσία: α. για να αφαιρέσω την εξουσία από κάποιο πρόσωπο ή για να καταλύσω κπ. θεσμό. β. για να προξενήσω βλάβη σε κάποιο πρόσωπο. || (έκφρ.) κτ. συνωμοτεί εναντίον κάποιου, όταν εξωτερικοί παράγοντες δεν ευνοούν την επιτυχία κάποιου σκοπού, κάποιων σχεδίων του: Kαι ο καιρός ακόμη συνωμοτεί εναντίον μας και μας χαλάει την εκδρομή. 2. (μτφ.) συνεργάζομαι με άλλους μυστικά, για να πετύχω· κάνω συνωμοσία2.

[λόγ. συνωμότ(ης) -ώ κατά τη σημ. του αρχ. συνόμνυμι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες