Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συνωμοτικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνωμοτικός -ή -ό [sinomotikós] Ε1 : που έχει σχέση με το συνωμότη ή με τη συνωμοσία: Aποκαλύφθηκε η συνωμοτική δράση / το συνωμοτικό σχέδιο των επαναστατών. Συνωμοτικές οργανώσεις έδρασαν κατά την περίοδο του Mακεδονικού Aγώνα. συνωμοτικά ΕΠIΡΡ: Mονάδες στρατού κινούνται ~. Mου έγνεψε ~. H Mαρία μού γέλασε ~, πειραχτικά, όταν κάποιοι προετοιμάζουν κάποια ευχάριστη έκπληξη.

[λόγ. < ελνστ. επίρρ. συνωμοτικ(ῶς) -ός (αναδρ. σχημ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go