Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνωθούμαι [sinoθúme] Ρ10.9β : σπρώχνω και σπρώχνομαι, πιέζοντας και πιεζόμενος από ένα πλήθος ανθρώπων που βρίσκονται σε ένα σχετικά μικρό χώρο και συνήθ. σε κίνηση· συνωστίζομαι: Kαθημερινά οι πολίτες συνωθούνται στις θυρίδες των τραπεζών / στους κεντρικούς δρόμους.
[λόγ. < αρχ. συνωθοῦμαι]



