Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συνυπολογίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνυπολογίζω [sinipolojízo] -ομαι Ρ2.1 : υπολογίζω, λαμβάνω υπόψη σε έναν υπολογισμό και ένα ακόμη στοιχείο: Στο κόστος της οικοδομής πρέπει να συνυπολογιστεί και η αμοιβή του μηχανικού. Aν στην έλλειψη οικονομικών πόρων συνυπολογίσουμε και την έλλειψη ειδικευμένου προσωπικού…

[λόγ. συν- υπολογίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go