Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνυποβάλλω [sinipoválo] -ομαι Ρ (βλ. υποβάλλω) : υποβάλλω κτ., κυρίως έγγραφο, μαζί με κτ. άλλο: Mε την αίτηση πρέπει να συνυποβάλω / να συνυποβληθεί βεβαίωση της εφορίας.
[λόγ. < ελνστ. συνυποβάλλω]



