Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνυπεύθυνος -η -ο [sinipéfθinos] Ε5 : που μοιράζεται την ευθύνη με κπ. ή με κτ. άλλο: Είσαι ~ με τη γυναίκα σου για τη διάλυση της οικογένειάς σου. Είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι για την καταστροφή του περιβάλλοντος.
[λόγ. συν- υπεύθυνος μτφρδ. αγγλ. jointly responsible, jointly liable]



