Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συντρώγω [sintróγo] Ρ αόρ. συνέφαγα, απαρέμφ. συμφάγει : (για επίσημο γεύμα ή δείπνο ή για επίσημα πρόσωπα) τρώω μαζί με κπ. άλλον: Ο πρωθυπουργός συνέφαγε με τον Iταλό υπουργό των εξωτερικών.
[λόγ. < ελνστ. συντρώγω]



